- Kündigung
- Kündigung<-, -en> f1. (seitens des Arbeitgebers) απόλυση f, καταγγελία f,• betriebsbedingte καταγγελία για λόγους που αφορούν την εκμετάλλευση,• fristlose καταγγελία χωρίς τήρηση προθεσμίας,• aus wichtigem Grund καταγγελία για σημαντικό λόγο,• verhaltensbedingte καταγγελία για λόγους που αφορούν τη συμπεριφορά του εργαζομένου2. (seitens des Arbeitnehmers) παραίτηση f, καταγγελία f,• seine einreichen υποβάλλω την παραίτησή μου,• durch den Arbeitnehmer καταγγελία της σχέσης εργασίας από τον εργαζόμενο3. (JUR: von Vertrag) καταγγελία f,• außerordentliche έκτακτη καταγγελία,• eines Vertrags καταγγελία σύμβασης4. (von Abonnement) ακύρωση f
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.